- τριπτήριον
- τριπ-τήριον, τό,A rubbing tool, Gloss. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριπτήριον — τὸ, Α·]τριπτήρ] όργανο για το τρίψιμο τού σώματος στο λουτρό … Dictionary of Greek
τρίπτρον — τὸ, Μ το τρίπτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα τρον (πρβλ. νίπ τρον)] … Dictionary of Greek